- δικτυώνομαι
- δικτυώνομαι, δικτυώθηκα, δικτυωμένος βλ. πίν. 4——————Σημειώσεις:δικτυώνομαι : η μτχ. δικτυωμένος χρησιμοποιείται κυρίως ως επίθετο → αυτός που έχει οργανωμένο σύστημα επαφών (για επαγγελματική κτλ. εξέλιξη).
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.