δικτυώνομαι

δικτυώνομαι
δικτυώνομαι, δικτυώθηκα, δικτυωμένος βλ. πίν. 4
——————
Σημειώσεις:
δικτυώνομαι : η μτχ. δικτυωμένος χρησιμοποιείται κυρίως ως επίθετο αυτός που έχει οργανωμένο σύστημα επαφών (για επαγγελματική κτλ. εξέλιξη).

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • δικτυώνω — δικτύωσα, δικτυώθηκα, δικτυωμένος 1. εντάσσω κάποιον σε μια ομάδα για να συνεργαστεί για κοινά συμφέροντα. 2. δικτυώνομαι, διαθέτω μεγάλο κύκλο γνωριμιών με σκοπό την εξυπηρέτησή μου: Έχει δικτυωθεί καλά επαγγελματικά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”